Σε μια ασφυκτικά γεμάτη, από αλληλέγγυες και αλληλέγγυους, αίθουσα αλλά και με την παρουσία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων, τόσο εντός όσο και εκτός του Δικαστικού Μεγάρου Πύργου, ξεκίνησε χθες στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηλείας η δίκη των πέντε νεαρών που συνελήφθησαν στις 6 Δεκεμβρίου του 2019 στην Πάτρα, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων που έγιναν στην πορεία μνήμης για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Οι πέντε κατηγορούμενοι, τρεις άνδρες και δύο γυναίκες, στην πλειοψηφία τους άτομα που ανήκουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο, έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για βαρύτατες κατηγορίες, όπως η κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών και η έκρηξη από τα οποία μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο και η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρώτοι δύο κατηγορούμενοι βαρύνονται από κοινού με τα αδικήματα της κατοχής εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών, από τους οποίους μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο τελεσθείσας κατά τη διάπραξη διατάραξης κοινής ειρήνης και της έκρηξης από την οποία προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο και για επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού τελεσθείσα και σε απόπειρα. Ο δεύτερος κατηγορούμενος κατηγορείται επίσης για βαριά σωματική βλάβη, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και η τρίτη κατηγορούμενη για διατάραξη κοινής ειρήνης και παράνομη οπλοφορία. Ο τέταρτος νεαρός κατηγορείται για διατάραξη κοινής ειρήνης, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, ενώ η πέμπτη κατηγορείται για διατάραξη κοινής ειρήνης.
Κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας κατέθεσαν συνολικά έντεκα μάρτυρες. Πρόκειται για οκτώ αστυνομικούς που ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια των επεισοδίων και των προσαγωγών των κατηγορουμένων, για δύο άτομα τα οποία συμμετείχαν στην πορεία και τον πατέρα του πρώτου κατηγορούμενου. Κατά την έναρξη της δίκης όλοι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες όπως αυτές τους έχουν αποδοθεί.
Οι καταθέσεις των μαρτύρων
Πρώτος κλήθηκε για να καταθέσει ενώπιον της Έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ο επικεφαλής της διμοιρίας των ΜΑΤ, που αφηγήθηκε τα γεγονότα όπως τα έζησε, τονίζοντας πως μια ομάδα περίπου 30 ατόμων διασπάστηκαν από τον κύριο όγκο της πορείας και εξαπέλυσαν επίθεση προς τις αστυνομικές δυνάμεις. Υπέδειξε τον δεύτερο κατηγορούμενο ως το άτομο με το οποίο προκλήθηκε πάλη από την οποία επήλθε ο τραυματισμός του. Αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο είπε πως δε τον είδε, δεν άκουσε το όνομά του, αλλά ούτε συμμετείχε στον τραυματισμό του.
Ο δεύτερος κατά σειρά μάρτυρας, αστυνομικός των ΜΑΤ, που υπέστη έγκαυμα στο χέρι από ρίψη μολότοφ, κατέθεσε ότι δεν είδε ποιος έριξε την μολότοφ, ωστόσο αναγνώρισε την παρουσία τριών εκ κατηγορουμένων στον τόπο των επεισοδίων.
Ο τρίτος μάρτυρας, επίσης αστυνομικός της διμοιρίας των ΜΑΤ, ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε δυνατό χτύπημα στο κράνος από άτομο, υποδεικνύοντας ως δράστη τον τέταρτο κατηγορούμενο. Υποστήριξε ακόμα πως λόγω της τεταμένης και αποπνικτικής από τα χημικά ατμόσφαιρας αλλά και της έντασης, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν ο πρώτος και ο δεύτερος κατηγορούμενος έριχναν μολότοφ. Όσον αφορά τον πρώτο κατηγορούμενο είπε πως δεν τον γνωρίζει, όμως γνωρίζει τον δεύτερο ως άτομο που ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο. Ο τέταρτος μαρτυράς και αστυνομικός των ΜΑΤ κατέθεσε ότι είδε μόνο τη μια κατηγορουμένη να πετά πέτρες προς τις δυνάμεις της ΕΛ.ΑΣ και πως ήταν αυτός που έκανε την προσαγωγή της.
Ο πέμπτος μάρτυρας, αξιωματικός της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Πατρών και επικεφαλής της ομάδας συλλήψεων της συγκεκριμένης υπηρεσίας την ημέρα των επεισοδίων είπε ότι είδε το δεύτερο κατηγορούμενο να κινείται κρατώντας ρόπαλο προς τον επικεφαλής της διμοιρίας (πρώτο μάρτυρα) , πως είδε την πάλη μεταξύ τους, λέγοντας πως τον αναγνώρισε από την αντιασφυξιογόνα μάσκα που φορούσε, η οποία στην συνέχεια και κατασχέθηκε. Για τον πρώτο κατηγορούμενο ανέφερε ότι κατά την στιγμή της προσαγωγής του έφερε φορεμένο στην πλάτη του ένα πράσινο σακίδιο, το οποίο ήταν άδειο, όμως, σύμφωνα με την κατάθεσή του, είχε έντονη την οσμή της βενζίνης. Δε τον είδε όμως να εκτοξεύει μολότοφ.
Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης του πρώτου κατηγορούμενου έδειξε προς τον αξιωματικό της Ασφάλειας αλλά και προς την Έδρα μια φωτογραφία από τα στοιχεία της δικογραφίας, στην οποία φαινόταν το σακίδιο του εντολέα του που κατασχέθηκε από τις Αρχές, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του, καθώς αυτό ήταν χρώματος καφέ και είχε τα προσωπικά αντικείμενα του πρώτου κατηγορούμενου, ενώ το επιβαρυντικότερο ίσως στοιχείο σε βάρος του εντολέα του, το άδειο σακίδιο που μύριζε βενζίνη, ήταν πράσινο.
Ο έκτος μάρτυρας, και αυτός αστυνομικός των ΜΑΤ είδε τον τέταρτο κατηγορούμενο να χτυπάει αρκετές φόρες συνάδελφο του στο κεφάλι με ρόπαλο και ήταν αυτός που τον δέσμευσε. Ο έβδομος μαρτυράς, αστυνομικός της Άμεσης Δράσης, ήταν αυτός που έκανε την μεταγωγή των συλληφθέντων από το χώρο των επεισοδίων στην Ασφάλεια χωρίς να έχει περαιτέρω εμπλοκή στην υπόθεση.
Ο όγδοος μάρτυρας αστυνομικός των ΜΑΤ περιέγραψε την επίθεση που δέχθηκαν από την ομάδα των αντιεξουσιαστών και πρόσθεσε πως είδε τη συμπλοκή του επικεφαλής της διμοιρίας με τον δεύτερο κατηγορούμενο, έσπευσε στον σημείο και του πέρασε χειροπέδες.
Η ένατη μάρτυρας κατέθεσε ότι συμμετείχε στην πορεία και γνώριζε τρεις από κατηγορούμενους. Είπε ότι δέχθηκε σωματική και λεκτική επίθεση από αστυνομικούς και είδε έναν αστυνομικό να χτυπά τον τέταρτο κατηγορούμενο.
Ο δέκατος μάρτυρας, συμμετείχε στην πορεία και μίλησε για την προσωπικότητα του δεύτερου κατηγορούμενου, με τον οποίο τον συνδέει στενή φιλική σχέση. Αναφορικά με την 6η Δεκεμβρίου του 2019 είπε πως οι δυνάμεις της αστυνομίας «χτύπησαν» την πορεία προκειμένου να την διαλύσουν.
Τέλος, ο ενδέκατος μάρτυρας και πατέρας του πρώτου κατηγορούμενου, μίλησε για τον χαρακτήρα του παιδιού του, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων πως δεν ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο και πως δεν συμμετείχε, ούτε έχει βρεθεί ποτέ σε πορεία ή επεισόδια.