Ο Τραμπ νίκησε την Κάμαλα Χάρις σε μια εκλογική μάχη που σημαδεύτηκε από μια σειρά απροσδόκητων εξελίξεων.
Μια ποινική δίκη εις βάρος του στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του πρώην προέδρου και μια αλλαγή στο ψηφοδέλτιο των Δημοκρατικών μετά την αποχώρηση του Τζο Μπάιντεν από την κούρσα.
Έτσι ο Τραμπ γίνεται ο πρώτος πρόεδρος εδώ και πάνω από 120 χρόνια που έχασε τον Λευκό Οίκο και στη συνέχεια επέστρεψε και τον ξανακέρδισε μετά τον πρόεδρο Γκρόβερ Κλίβελαντ το 1892.
Ο Τραμπ εξασφάλισε τις 270 εκλογικές ψήφους που απαιτούνται για να κερδίσει τον Λευκό Οίκο μετά από μια εκστρατεία περίπου 100 ημερών μεταξύ του ίδιου και της Χάρις, με τις δημοσκοπήσεις στις επτά πολιτείες κλειδιά να δείχνουν μια αμφίρροπη αναμέτρηση μέχρι την ημέρα των εκλογών.
Ο πρώην πρόεδρος τελικά κατάφερε τελικά μια πειστική νίκη ανακτώντας την Τζόρτζια κρατώντας τη Βόρεια Καρολίνα και γκρεμίζοντας τον λεγόμενο «μπλε τοίχο» των Δημοκρατικών στην Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, ενώ δεν αποκλείεται τελικά να κερδίσει κερδίσει οριακά και τη λαϊκή ψήφο, κάτι που δεν κατάφερε το 2016 και που οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πετύχει μόνο μία φορά από το 1992.
Όπως έδειξαν τα exit poll ο Τραμπ σημείωσε τεράστια κέρδη στους Λατίνους ψηφοφόρους, ενισχύοντας τα ποσοστά του στις αγροτικές περιοχές και πιάνοντας σχεδόν ίδια με εκείνα της Χάρις μεταξύ των νεαρών ανδρών ψηφοφόρων, μια δημογραφική ομάδα που πολιορκούσε στενά το προεκλογικό του επιτελείο.
Ο Τραμπ έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει τη μεγαλύτερη επιχείρηση απέλασης παράτυπων μεταναστών στην ιστορία των ΗΠΑ, να επεκτείνει τις φορολογικές περικοπές που έθεσε σε εφαρμογή το 2017, να επιβάλει καθολικούς δασμούς στις ξένες εισαγωγές, να αναιρέσει τις προστασίες για τους τρανς και να περιορίσει τους κανονισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ έχει πει ότι θα στελεχώσει την κυβέρνησή του με αφοσιωμένα σε αυτόν πρόσωπα.
Ο Τραμπ κατάφερε να ξεπεράσει ένα αναμενόμενο τεράστιο χάντικαπ με τις γυναίκες ψηφοφόρους, την ψήφο των οποίων διεκδίκησε η Χάρις ποντάροντας στο θέμα των αμβλώσεων μετά την απόφαση τριών διορισμένων από τον Τραμπ δικαστών και άλλων συντηρητικών του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2022. Η εκλογή του μπορεί να δώσει στον Τραμπ την ευκαιρία να ενισχύσει κι άλλο τη δύναμη των συντηρητικών στο ανώτατο δικαστήριο, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι ανέκτησαν την πλειοψηφία στη Γερουσία.
Ο Τραμπ κατέκτησε οριακά τον Λευκό Οίκο το 2016, αλλά μετά την ήττα του τον Νοέμβριο του 2020 επί εβδομάδες προωθούσε αναπόδεικτους ισχυρισμούς για εκτεταμένη νοθεία, με αποκορύφωμα την έφοδο των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021 σε μια προσπάθεια να εμποδίσουν την επικύρωση της νίκης του Μπάιντεν.
Στον Τραμπ απαγγέλθηκε ομοσπονδιακές κατηγορίες στην Ουάσιγκτον το 2023 για τις προσπάθειές του να γαντζωθεί στην εξουσία αλλά έχει στείλει το μήνυμα ότι θα κινηθεί γρήγορα για να απολύσει τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ, που επιβλέπει το θέμα.
Η ρητορική και η συμπεριφορά του Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του έχουν επισύρει δριμεία κριτική από πολλούς πρώην αξιωματούχους του υπουργικού του συμβουλίου και κορυφαίους συνεργάτες του. Του απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε τέσσερις διαφορετικές δικαιοδοσίες το 2023 και καταδικάστηκε στη Νέα Υόρκη για 34 κακουργήματα τον Μάιο. Στη διάρκεια της πρώτης θητείας παραπέμφθηκε δύο φορές με το ερωτηματικό της καθαίρεσης και αποχώρησε από το αξίωμά του με πσοστά δημοτικότητας κάτω από 40%, ενώ αναχώρησε τον Ιανουάριο του 2021 από την Ουάσιγκτον χωρίς να παραστεί στην ορκωμοσία του διαδόχου του στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ.
Ορισμένοι πολιτικοί και ειδικοί έσπευσαν να τον ξεγράψουν, με τον ηγέτη της Ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, Μιτς ΜακΚόνελ να επιτίθεται στον Τραμπ σε μια ομιλία του από το βήμα του σώματος τον Φεβρουάριο του 2021. Ωστόσο, ο ΜακΚόνελ δεν ψήφισε υπέρ της παραπομπής του Τραμπ σε δίκη για την εισβολή των οπαδών στο Καπιτώλιο. Αν είχε καταδικαστεί ο Τραμπ, μπορεί να σήμαινε το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας και να τον εμπόδιζε να θέσει ξανά υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο. Αντίθετα, τώρα ετοιμάζεται να γείρει ακόμη περισσότερο προς τις θέσεις του τους Ρεπουμπλικανούς ενώ ο ΜακΚόνελ θα αποχωρήσει από το πόστο του τον Ιανουάριο, όταν λήγει η θητεία του.
Σε μια ένδειξη του πόσο έξω έπεσαν όσοι προέβλεπαν το πολιτικό του τέλος, ο Τραμπ εξασφάλισε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών χάρη σε μια αφοσιωμένη βάση υποστηρικτών και τον Ιούλιο έδειχνε έτοιμος να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, όταν επέζησε της πρώτης απόπειρας δολοφονίας, συσπείρωσε όλη τη δύναμη του κόμματος πίσω του στο συνέδριο του GOP και προηγείτο σταθερά του Μπάιντεν στις δημοσκοπήσεις. Όμως ο Μπάιντεν εγκατέλειψε αργότερα τον ίδιο μήνα την κούρσα και τον αντικατέστησε η Χάρις, που αναπτέρωσε τις ελπίδες των Δημοκρατικών και συγκέντρωσε χρηματικά ποσά ρεκόρ για την προεκλογική της καμπάνια.
Ο Τραμπ δυσκολεύτηκε αρχικά να ανταποκριθεί στην αλλαγή του αντιπάλου και η απόδοσή του στο ντιμπέιτ με τη Χάρις τον Σεπτέμβριο απογοήτευσε αρκετά τους Ρεπουμπλικάνους καθώς η κούρσα διαγραφόταν όλο και πιο αμφίρροπη.
Η εκστρατεία του βασίστηκε σε μια μη δοκιμασμένη ως τότε στρατηγική συνεργασίας με εξωτερικές ομάδες για να προσεγγίσει ψηφοφόρους σε πολιτείες κλειδιά, μέθοδος που κατάφερε να ξεπεράσει τις ισχυρότερες υποδομές της καμπάνιας της Χάρις.
Στα 78 του, ο Τραμπ είναι πλέον ο γηραιότερος στην ιστορία των ΗΠΑ που εκλέγεται πρόεδρος.