Τρανς από την Πάτρα καταγγέλλει πως έκαψαν το σπίτι της

«Υπάρχουν πολλοί που θέλουν το κακό μου και συνέχεια με βασανίζουν. Με ξυλοκοπούν, με κλέβουν, με έχουν καταδιώξει με αυτοκίνητο ενώ ήμουν πεζή και τελικά μου επιτέθηκαν. Με έχουν μαχαιρώσει στο χέρι, στο πόδι. Πλέον, μένω σε φίλους ή στο δρόμο, γιατί τελικά έκαψαν το σπίτι μου»… Αυτές είναι ορισμένες από τις συγκλονιστικές φράσεις της 44χρονης Άντι, τρανς ατόμου που διαμένει στην Πάτρα και αναζητεί επειγόντως στέγη και περίθαλψη.

«Επειδή επέλεξα να μην είμαι ο Αντρέας και να είμαι η Άντι, επειδή δηλαδή γεννήθηκα ομοφυλόφιλος, βιώνω ατέλειωτα βασανιστήρια», το σπαρακτικό μήνυμα που στέλνει.

Η Άντι, εδώ και χρόνια, δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις και bullying, με τη ζωή της να έχει μετατραπεί σε πραγματική κόλαση.

«Ένα βράδυ, ξύπνησα γιατί ένιωσα κάτι στο λαιμό μου. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρυσα κάποιον άγνωστο που κράταγε μαχαίρι. Φοβήθηκα ότι θα με σκοτώσει. Τον ρώτησα τι ζητάει και άρχισε να με βρίζει. Κατατρόμαξα. Μιλώντας του, τον έπεισα να με αφήσει και τον απέφυγα», εξομολογείται, συγκλονίζοντας.

Στα μέσα του Ιουνίου, ημέρες εκδηλώσεων για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, η Άντι δέχθηκε ένα μεγάλο πλήγμα.

«Έβαλαν φωτιά και έκαψαν το σπίτι όπου έμενα, το πατρικό του πατέρα μου… Έλεγα ότι μόνο φωτιά δε μου έχουν βάλει εδώ και τόσα χρόνια, αλλά τελικά συνέβη και αυτό. Πρόλαβα σχετικά νωρίς να χρησιμοποιήσω κουβάδες με νερά που είχα και έσβησα τις εστίες, αλλά πλέον το σπίτι δεν κατοικείται. Μένω σε φίλους που, όποτε μπορούν, με φιλοξενούν. Υπάρχουν φορές όμως, που μένω και στον δρόμο» αποκαλύπτει.

Η Άντι πλέον, είναι άστεγη. Βλέποντας το σπίτι της να καίγεται, κάλεσε την αστυνομία, γνωρίζοντας ωστόσο, όπως λέει, ότι κανείς δεν πρόκειται να τη βοηθήσει. «Τους τηλεφώνησα και μου είπαν ότι θα στείλουν δύο περιπολικά. Ακόμη τα περιμένω…».

Σύμφωνα με την ίδια, «οι αστυνομικοί μόλις ακούν το όνομά μου, με χλευάζουν. Δε μου δίνουν σημασία».

Επιπλέον, η 44χρονη βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κοινωνικό αποκλεισμό, λόγω των σεξουαλικών της προτιμήσεων. Ακόμη και τα άτομα του στενού οικογενειακού της κύκλου, της έχουν κλείσει την πόρτα.

«Κανείς δε με παίρνει στη δουλειά του, επειδή έχω αυτήν την εμφάνιση. Η μητέρα μου προτιμά να πετάξει ένα πιάτο φαγητό από το να μου το δώσει. Πηγαίνω να πιώ καφέ και με διώχνουν. Προσπαθώ να μπω σε ταξί ή σε αστικό λεωφορείο και επίσης με διώχνουν. Έχει τύχει να με διώξουν ακόμη κι από τα ΚΤΕΛ», αποκαλύπτει.

Όλα όσα έχει βιώσει έως σήμερα, την έχουν οδηγήσει στην πόρτα ειδικών ψυχικής υγείας. «Μπορεί όλοι να μου λένε ότι είμαι πολύ δυνατή κι ας μην έχω πρόσβαση ούτε καν στις βασικές μου ανάγκες, αλλά εδώ και καιρό, ζω με αντικαταθλιπτικά».