ΠΑΤΡΑ: Πώς χάθηκαν τα «βαριά ονόματα» της ελληνικής χαρτοποιίας – Γιατί έρχεται νέα κύκλος ανάπτυξης

Η χαρτοβιομηχανία υπήρξε ένας από τους πρώτους κλάδους-πυλώνες του παραγωγικού οικοδομήματος της χώρας, συντηρώντας διαχρονικά χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα χρόνια ανάπτυξής του, αλλά και στη συνέχεια πέρασε από αρκετές μεγάλες κρίσεις, οι οποίες είτε οδήγησαν στο σβήσιμο από τον χάρτη βαριών ονομάτων της αγοράς, είτε αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την αναδιοργάνωση και μετεξέλιξή του.

Ως αφετηρία μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο επιτυχημένο χαρτοποιητικό εργοστάσιο Βαρουξάκη στην Αττική, που ξεκίνησε να λειτουργεί κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και επιβίωσε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα μέσω της εταιρείας Ερμής. Αυτή ήταν ίσως και η πιο μακρά προσπάθεια στον συγκεκριμένο τομέα. Ακολούθησαν άλλα σημαντικά εργοστάσια όπως της Χαρτοποιίας Αιγίου που ολοκληρώθηκε το 1927, ενώ έναν χρόνο μετά ιδρύθηκε η Χαρτοβιομηχανία Λαδόπουλου στην Πάτρα, που άρχισε να λειτουργεί το 1931. Λίγο αργότερα, το 1937, μπήκε ο θεμέλιος λίθος για ένα από πιο σημαντικά ονόματα του κλάδου, την Αθηναϊκή Χαρτοποιία – Γ. Γιαννουλάτος, Κ. Κεφάλας και Σία Ο.Ε., γνωστότερη ως Softex, που κυριάρχησε επί δεκαετίες στην εγχώρια αγορά.

Όλες αυτές οι κάποτε κραταιές επιχειρήσεις που απασχολούσαν χιλιάδες εργαζομένους έχουν περάσει πλέον στην ιστορία, μαζί με νεότερα εγχειρήματα, όπως της Diana και της Delica που άφησαν και αυτές ηχηρό αποτύπωμα.

Πώς χάθηκαν τα «βαριά ονόματα»

Πίσω από κάθε περίπτωση υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδρομή, αλλά και αρκετά αίτια που οδήγησαν στην πτώση, με τα κτιριακά τους κουφάρια να αποτελούν ακόμη και σήμερα «μνημεία» της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας.
Η Χαρτοβιομηχανία Λαδόπουλου στην Πάτρα αποτελούσε για περισσότερα από 60 χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έγιναν μεγάλες επενδύσεις και επεκτατικές κινήσεις. Ετσι, το 1965 δημιουργείται η Μακεδονική Εταιρεία Λαδόπουλου (ΜΕΛ) στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1968 εξαγοράζεται η ιδιαίτερα ισχυρή Χαρτοποιία Αιγίου, με το εργοστάσιό της να βρίσκεται πλησίον του λιμανιού της πόλης. Κάπως έτσι η βιομηχανία του Λαδόπουλου έγινε η μεγαλύτερη των Βαλκανίων.

Η Χαρτοβιομηχανία Λαδόπουλου στην Πάτρα αποτελούσε για περισσότερα από 60 χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της χώρας. Τα προβλήματα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’70, το 1984 ήρθε η πτώχευση και το 1991 έπεσαν οριστικά οι τίτλοι τέλους

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, γιγαντωνόταν ταυτόχρονα και ο κύριος ανταγωνιστής, δηλαδή η Softex, που ξεκίνησε στον Βοτανικό με λίγες δεκάδες εργαζομένους και στις αρχές του 1970 έφτασε τους 1.100, με παραγωγικές γραμμές που έβγαζαν κάθε είδους χαρτί, ενώ στην πορεία δημιουργήθηκε και δεύτερο εργοστάσιο στη Δράμα.

Ο ανηλεής ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αυτών πρωταγωνιστών του κλάδου οδήγησε σε μια κούρσα επενδύσεων -ορισμένες εκ των οποίων ήταν λανθασμένες-, εκτόξευση των δανειακών υποχρεώσεων και τελικά στην πτώχευσή τους.
Έτσι η πρώτη μεγάλη κρίση για τον συγκεκριμένο τομέα της αγοράς άρχισε να τρέχει από την περίοδο 1974-75, όταν στον Λαδόπουλο ξέσπασαν απεργιακές κινητοποιήσεις. Το 1977 στο μετοχικό σχήμα και τη διοίκηση εισήλθε η Εθνική Τράπεζα και το 1984 ήρθε η πτώχευση, με την εταιρεία να κηρύσσεται προβληματική.

Το 1986 έγινε οικονομική εκκαθάριση και στη συνέχεια η εταιρεία υπάγεται στον Οργανισμό Οικονομικής Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΑΕ). Το 1988 το εργοστάσιο βγήκε στο σφυρί και δημιουργήθηκε η ΕΓΛ Χαρτοποιίες Δυτικής Ελλάδας. Το εγχείρημα όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς το 1991 και παρά την τοποθέτηση σύγχρονου εξοπλισμού έπεσαν οριστικά οι τίτλοι τέλους. Το βιομηχανικό συγκρότημα της Πάτρας επί δεκαετίες έγινε αντικείμενο σχεδιασμών περί αξιοποίησης, αλλά μόλις πέρυσι μπήκε σε μια τέτοια τροχιά, με την προοπτική δημιουργίας ενός πολυδύναμου πολιτιστικού, κοινωνικού και διοικητικού κέντρου που θα συνδέσει την παραλία με τον αστικό ιστό της πόλης.

Όσο για τη ΜΕΛ, το 2012 εξαγοράστηκε από τον τουρκικό όμιλο PAK Group, υπό τη σκέπη του οποίου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Αντίστοιχη ήταν και η πορεία της Softex, που και αυτή το 1984 υπήχθη στον ΟΑΑΕ. Μια δεκαετία αργότερα, το 1994, το κεντρικό της εργοστάσιο καταστράφηκε από πυρκαγιά και το 1999, στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων, πέρασε στον έλεγχο της κοινοπραξίας New Co με βασικό κορμό τον ιταλικό όμιλο Bolton και συμμετοχή των Goldman Sachs, Lochridge και Bain.

Το 2002 η Bolton απέκτησε τον πλήρη έλεγχο και έκλεισε το εργοστάσιο της Δράμας. Το 2015, εν μέσω κρίσης, μια νέα πυρκαγιά στο εργοστάσιο του Βοτανικού έδωσε το τελειωτικό χτύπημα φέρνοντας το λουκέτο. Το 2016, ωστόσο, η Intertrade Hellas εξαγόρασε το εμπορικό σήμα της Softex διατηρώντας και τις περισσότερες θέσεις εργασίας.

Η Diana και η Delica

Πολύ νεότερη ήταν η άλλη εμβληματική περίπτωση της Χαρτοποιίας Θράκης Diana, που ιδρύθηκε από τον Πάνο Ζερίτη το 1980, στα Μάγγανα Ξάνθης.  Ο Π. Ζερίτης προερχόταν από τα «σπλάχνα» της εγχώριας χαρτοβιομηχανίας καθώς εργάστηκε επί χρόνια στη Softex, όπου και δημιούργησε τον τομέα tissue ήδη από το 1961. Το 1975 ξεκίνησε το δικό του επιχειρηματικό εγχείρημα ιδρύοντας σε συνεργασία με άλλους επιχειρηματίες του κλάδου τη Χαρτελλάς Α.Ε. Delica.

Ωστόσο η Diana ήταν αυτή που στην πορεία εκτοξεύθηκε φτάνοντας να καταστεί η δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανία παραγωγής χάρτου στην Ελλάδα, κατέχοντας περίπου το 20% της εγχώριας αγοράς. Η εταιρεία, εκτός από το εργοστάσιο στην Ξάνθη, είχε εγκαταστάσεις και ακίνητα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Κοζάνη, Πάτρα και Ηράκλειο Κρήτης, ενώ το 1984 επεκτάθηκε στην Αίγυπτο, το 1993 στην Ουγγαρία και το 1997 στη Βουλγαρία. Μάλιστα την εποχή ιδιωτικοποίησης της Softex ο Π. Ζερίτης ήταν ένας από τους μνηστήρες, αλλά δεν τα κατάφερε.

Όταν η χώρα μπήκε στη μακρά περιπέτεια της κρίσης άρχισε και η πτωτική διαδρομή για την Diana που εν μέσω ασφυκτικών οικονομικών προβλημάτων κατέθεσε τον Δεκέμβριο του 2011 αίτηση υπαγωγής της σε καθεστώς πτώχευσης, με τις συνολικές υποχρεώσεις της προς προμηθευτές, προσωπικό, Δημόσιο, ασφαλιστικούς φορείς, πιστωτές, ΔΕΗ και ΔΕΠΑ να αγγίζουν τα 30 εκατ. ευρώ. Η αίτηση έγινε δεκτή από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης, με απόφαση που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2012.

Έκτοτε έχουν γίνει επανειλημμένες προσπάθειες να πουληθεί το εργοστασιακό συγκρότημα μαζί με τον μηχανολογικό εξοπλισμό, καθώς και το εμπορικό σήμα της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το εργοστάσιο έχουν πραγματοποιηθεί 12 άκαρποι πλειστηριασμοί, ενώ για το σήμα ο τελευταίος έγινε στις 25 Ιανουαρίου 2023. Σε αυτόν είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν γνωστά ονόματα της αγοράς, ωστόσο η τιμή εκκίνησης, που είχε οριστεί στα 995.200 ευρώ, θεωρήθηκε πολύ υψηλή ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον.

Τα προηγούμενα χρόνια ορισμένες μεγάλες ελληνικές εταιρείες πέρασαν σε ξένα χέρια. Ειδικότερα, ο Λιβανέζος μεγιστάνας Fayssal Frem, εξαγόρασε τη βιομηχανία ΠΑΚΟ της οικογένειας Κολιόπουλου, αλλά και την επιχείρηση της οικογένειας Χαΐτογλου, Χαρτέλ ΑΒΕΕ, ενώ η Paperpack της οικογένειας Τσουκαρίδη, πέρασε τον Δεκέμβριο του 2020 στον έλεγχο της Orlando Equity Holding Ltd.

Η κρίση, η πανδημία και οι ισχυροί παίκτες

Αναμφίβολα, η πολυετής οικονομική κρίση έπληξε καίρια αρκετές εταιρείες του κλάδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 το 52% των 49 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χαρτοβιομηχανίας, με συνολικές πωλήσεις κοντά στο 1 δισ. ευρώ, κατέγραψαν ζημίες, με την κατάσταση να φέρνει λουκέτα, εξαγορές και συγχωνεύσεις. Στο φόντο των καταρρεύσεων, όμως, υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν και να αναπτύσσονται μια σειρά ελληνικές επιχειρήσεις, που εκτός των άλλων ισχυροποιήθηκαν και από την πανδημική κρίση, η οποία στα τέλη του 2020 οδήγησε τις πωλήσεις του εγχώριου κλάδου σε μηνιαία ανάπτυξη 1%-2%.

Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις κατάφεραν να σταθούν προχωρώντας σε επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και αυξάνοντας τον όγκο παραγωγής τους, ενώ έχουν στραφεί και στον τομέα των χαρτικών ιδιωτικής ετικέτας (private label), ενισχύοντας τη θέση τους στην αγορά.

Ανάμεσα σε αυτές μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ορισμένες εταιρείες που όχι μόνο άντεξαν και αντέχουν, αλλά διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο κατακτώντας παράλληλα σημαντική εξωστρέφεια, με εξαγωγές σε δεκάδες χώρες.

Η Intertrade Hellas, συμφερόντων της οικογένειας Ντεληδήμου, που όπως προαναφέρθηκε απέκτησε προ ετών και λανσάρει και το σήμα Softex, κάνει τζίρο της τάξης των 80 εκατ. ευρώ, παραμένοντας σταθερά κερδοφόρα. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1992 και την τελευταία δεκαετία έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές της, ενισχύοντας την εξειδίκευση στην επεξεργασία χάρτου, επενδύοντας στο R&D και δημιουργώντας νέες σειρές καινοτόμων προϊόντων. Είναι από τους leaders στο κομμάτι των private label. Τον Ιούνιο του 2022 ολοκληρώθηκε η μεγάλη επένδυση ύψους 50 εκατ. ευρώ για τη νέα μονάδα παραγωγής της σε ιδιόκτητη έκταση 200 στρεμμάτων στα Οινόφυτα Βοιωτίας. Ετσι, με τη λειτουργία PaperMill η Intertrade ουσιαστικά καθετοποιεί την παραγωγική δυνατότητά της και μετατρέπεται από μεταποιητική εταιρεία σε εταιρεία παραγωγής jumbo roll.

Η Intertrade Hellas, συμφερόντων της οικογένειας Ντεληδήμου, που όπως προαναφέρθηκε απέκτησε προ ετών και λανσάρει και το σήμα Softex, κάνει τζίρο της τάξης των 80 εκατ. ευρώ, παραμένοντας σταθερά κερδοφόρα

Η Ελληνική Χαρτοβιομηχανία Γλάρος, της οικογένειας Σκλαβενίτη με την ομώνυμη αλυσίδα σούπερ μάρκετ, έχει αναδειχθεί σε κρυφό όπλο της. Η εταιρεία, που και αυτή εδρεύει στα Οινόφυτα Βοιωτίας, ιδρύθηκε το 2003 με στόχο τη βιομηχανική επεξεργασία κάθε είδους χαρτιού ή πλαστικού για την παραγωγή προϊόντων προοριζόμενων για ατομική υγιεινή και καθαριότητα και για οικιακή, επαγγελματική και γενική χρήση. Το 2021 ο τζίρος της διαμορφώθηκε στα 43,22 εκατ. ευρώ και τα καθαρά της κέρδη σε 8 εκατ. ευρώ.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ΜΕΓΑ, της οικογένειας Βιτουλαδίτη, που ίδρύθηκε το 1980 με αρχικό αντικείμενο την παραγωγή ωτοασπίδων. Στη συνέχεια επέκτεινε την προϊοντική της γκάμα και σήμερα παράγει από μωρομάντιλα και αντισηπτικά μαντιλάκια, μέχρι πάνες, εξάγοντας σε 25 χώρες. Το 2021 ο κύκλος εργασιών της διαμορφώθηκε σε 236,8 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη σε 9,5 εκατ. ευρώ.

Η Endless EC (πρώην Ευρωχαρτική ΑΕΒΕ) των οικογενειών Τρακάκη και Χριστόπουλου ξεκίνησε τη διαδρομή της το 1989 ως μικρή βιοτεχνία, λανσάροντας τα χάρτινα τραπεζομάντιλα και εξελίχθηκε σε ισχυρό όμιλο με μεγάλη διείσδυση στη λιανική αλλά και στη HORECA. Ο τζίρος της το 2021 έκλεισε στα 58,5 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2022 εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στα 72 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία ετοίμαζε μάλιστα την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο το 2021, αλλά τελικά την ανέστειλε λόγω αλλαγής των συνθηκών στην αγορά.

Η Endless EC των οικογενειών Τρακάκη και Χριστόπουλου ξεκίνησε τη διαδρομή της το 1989 ως μικρή βιοτεχνία, λανσάροντας τα χάρτινα τραπεζομάντιλα και εξελίχθηκε σε ισχυρό όμιλο με μεγάλη διείσδυση στη λιανική αλλά και στη HORECA

Άλλη μια αξιόλογη περίπτωση είναι αυτή της Elite-Πατραϊκή Χαρτοποιία Α.Ε., η οποία ιδρύθηκε το 1972 στην Πάτρα από τον Ανδρέα Τριανταφυλλόπουλο και σήμερα διοικείται από τον γιο του, Γιώργο.
Η εταιρεία δραστηριοποιείται στον χώρο επεξεργασίας χαρτιού tissue, ενώ από το 1979 παράγει και το δικό της χαρτί. Η έδρα και οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης βρίσκονται στην Πάτρα στην περιοχή Ιτιές και ο τζίρος της μέχρι το 2020 ήταν στην περιοχή των 9-10 εκατ. ευρώ.

Στη λίστα των ελληνικών εταιρειών του κλάδου περιλαμβάνονται αρκετές ακόμη, όπως η ΜΑΧΙ ΑΒΕΕ, που ιδρύθηκε το 1988 με αντικείμενο την παραγωγή και επεξεργασία χάρτου, αλλά και τη διάθεση προϊόντων υγιεινής, οικιακής χρήσης με τη δική της επωνυμία, καθώς και η Elina-Χαρτοποιία Κομοτηνής που ιδρύθηκε το 1979. Η εταιρεία είναι εγκατεστημένη στη ΒΙ.ΠΕ. Κομοτηνής και εστιάζει στην παραγωγή χάρτου τύπου tissue, κάνοντας τζίρο περί τα 14 εκατ. ευρώ.

Το σίγουρο είναι ότι ο κλάδος, μετά από πολλές περιπέτειες και κρίσεις που έφεραν λουκέτα και εξαγορές, βρίσκεται σε μια περίοδο ανάκαμψης, ίσως και μπροστά σε μια νέα άνοιξη, που όλοι ελπίζουν να έχει διάρκεια