Γιγαντώνονται τα φαινόμενα παραβατικότητας στην αγορά καυσίμων, που επιβαρύνουν πολλαπλώς καταναλωτές και Δημόσιο και εκτοπίζουν υγιείς εταιρείες του κλάδου που δεν μπορούν να αντέξουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Και βέβαια δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, όταν σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις για την πάταξη της παραβατικότητας –από το 2012 που ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος μέχρι και τον πιο πρόσφατο και «θαρραλέο» της δέουσας επιμέλειας τον Δεκέμβριο του 2023– μένουν στα χαρτιά και ο κρατικός ελεγκτικός μηχανισμός παραμένει κατακερματισμένος και αποδυναμωμένος από άποψη ανθρώπινου δυναμικού.
Η έρευνα του ΕΜΠ
Είναι άκρως ανησυχητικά για την κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο των καυσίμων τα συμπεράσματα έρευνας του ΕΜΠ για τις προβληματικές παραδόσεις πρατηρίων στην περιοχή της Αττικής, κοινώς για τα πρατήρια με «πειραγμένες» αντλίες που παραδίδουν στον καταναλωτή μικρότερες ποσότητες από αυτές που πληρώνει. Σημειώνεται ότι στην Αττική πραγματοποιείται πάνω από το 50% των πωλήσεων καυσίμων στη χώρα. Τo 27% των πρατηρίων, σύμφωνα με την έρευνα, είναι παραβατικά, με τις ποσότητες που παραδίδουν στους πελάτες τους να είναι ελλειμματικές σε ποσοστό που φτάνει μέχρι και 24% και για το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος στο 10%. Παρατηρείται μάλιστα μια διαχρονική αύξηση και ενίσχυση της παραβατικότητας τα τελευταία χρόνια τόσο σε αριθμό πρατηρίων όσο και σε ελλειμματικές παραδόσεις. Το ποσοστό των παραβατικών πρατηρίων από 4% το 2011 έφτασε το 15% το 2016, το 19% το 2019, το 20% το 2021 και εκτινάχθηκε στο 27% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 35% στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών. Αντιστοίχως, το ποσοστό των ελλειμματικών παραδόσεων από 2%-7% το 2011 έφτασε έως και 10% το 2016, έως 17% το 2019, έως 20% το 2021 και έως 24% το 2023, καταγράφοντας αύξηση 30% μέσα στα τρία τελευταία χρόνια. Η έρευνα προχωράει και σε μια εκτίμηση για τα ποσά που χάνουν οι καταναλωτές με τη μέθοδο της «πειραγμένης» αντλίας. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα πρατήρια στην υπόλοιπη Ελλάδα είναι απολύτως νόμιμα και ότι μόνο 300 (που αντιστοιχούν στο 27% του συνόλου των πρατηρίων της Αττικής και της Θεσσαλονίκης) είναι παραβατικά, με μέσες ετήσιες πωλήσεις ανά παραβατικό πρατήριο 2.500 μετρικούς τόνους, οι καταναλωτές χάνουν ετησίως 120 εκατ. ευρώ. Για κάθε επιπλέον 50 παραβατικά πρατήρια οι καταναλωτές χάνουν 20 εκατ. ευρώ και για κάθε μεταβολή των πωλήσεων των παραβατικών πρατηρίων κατά 500 μετρικούς τόνους χάνουν άλλα 24 εκατ. ευρώ. Οι καταναλωτές δεν είναι ανυποψίαστοι αυτής της κλοπής, που πολλές φορές συντελείται μπροστά στα μάτια τους με απίστευτη θρασύτητα, είναι όμως παντελώς απροστάτευτοι.
Προφανώς δεν είναι εύκολο να διακρίνουν αν το πρατήριο έχει «πειραγμένη» αντλία, αλλά είναι και αδύνατον να βρουν το δίκιο τους, ακόμη και στις περιπτώσεις που διαπιστώνουν έκπληκτοι ότι ο πρατηριούχος έχει βάλει περισσότερα λίτρα βενζίνης από τη χωρητικότητα του ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους. Δεν είναι λίγες οι αναρτήσεις στο Διαδίκτυο για τέτοιου είδους περιστατικά, που άλλοι σχολιάζουν με χιούμορ και άλλοι με αγανάκτηση, ενώ πληθαίνουν και οι αναρτήσεις από καταναλωτές που στα πρώτα χιλιόμετρα μετά το γέμισμα του ρεζερβουάρ, το αυτοκίνητό τους άρχισε να… διαμαρτύρεται και να ζητάει επειγόντως συνεργείο.
Δεν είναι όμως οι καταναλωτές τα μοναδικά θύματα αυτής της παραβατικότητας στις παραδόσεις καυσίμου. Η έρευνα του ΕΜΠ διαπιστώνει άμεση σύνδεσης της τιμής πώλησης του καυσίμου με τις ελλειμματικές παραδόσεις, συγκρίνοντας τις ενδεικτικές τιμές βενζίνης και πετρελαίου κίνησης ενός παραβατικού πρατηρίου με απόκλιση ελλειμματικής παράδοσης 10% και ενός νόμιμου πρατηρίου στην ίδια περιοχή. Διαπιστώνεται ότι ενώ η αναγραφόμενη τιμή του παραβατικού πρατηρίου προς τον καταναλωτή είναι κατά 8 λεπτά/λίτρο χαμηλότερη του νομίμου, η πραγματική τιμή είναι υψηλότερη κατά 10-12 λεπτά/λίτρο. Η αύξηση του κόστους λειτουργίας (εργασιακό, ενέργειας κ.λπ.), σημειώνεται στην έρευνα, ωθεί σε αύξηση της διαφοράς τιμής πώλησης των νόμιμων πρατηρίων σε σχέση με τα γειτονικά παραβατικά πρατήρια, με αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου πωλήσεών τους. Τα παραβατικά πρατήρια αυξάνουν την κερδοφορία τους, καθώς οι καταναλωτές επιλέγουν με βασικό κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή και αποσπούν μερίδια από την αγορά, οδηγώντας στην έξοδο τους νόμιμους πρατηριούχους. Πληροφορίες θέλουν έναν αριθμό 20-25 πρατηρίων τον χρόνο να αλλάζουν χέρια και να περνάνε από το υγιές κομμάτι της αγοράς στο παραβατικό. Η νοθεία και η λαθρεμπορία είναι η δεύτερη διαχρονική πληγή της αγοράς καυσίμων που πλήττει καταναλωτές και Δημόσιο και ενισχύει τον αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των υγιών επιχειρήσεων, με την πολιτεία να δείχνει ανήμπορη να διαχειριστεί την κατάσταση. Οι νόμοι που προωθεί για την πάταξη της παραβατικότητας καταλήγουν αναποτελεσματικοί και σε πολλές περιπτώσεις παντελώς ανεφάρμοστοι , αφού προηγουμένως έχουν φορτώσει εταιρείες και πρατήρια με αχρείαστα κόστη, επιδεινώνοντας τη θέση των επιχειρήσεων που λειτουργούν νόμιμα έναντι των παρανομούντων. Τελευταίο παράδειγμα ο νόμος για τη δέουσα επιμέλεια (ν. 5073/2023).
Οι ελλειμματικές παραδόσεις καυσίμων αυξήθηκαν κατά 30% μέσα στα τρία τελευταία χρόνια.
Οι εταιρείες εμπορίας επιβαρύνθηκαν με ένα ετήσιο κόστος περίπου 1 εκατ. ευρώ λόγω υποχρεώσεων που έλαβαν εκ του νόμου για τη δέουσα επιμέλεια (έλεγχοι σε όλο το δίκτυό τους, πιστοποιήσεις κ.λπ.) και οι πρατηριούχοι με ένα κόστος για πιστοποιητικά, λειτουργία εισροών – εκροών και μέτρησης αντλιών. Στόχος του νέου νόμου είναι να κλείνουν τα παραβατικά πρατήρια για 2 χρόνια.
Λουκέτα στα χαρτιά
Από τον Ιούνιο η ΑΑΔΕ έχει ανακοινώσει 18 πρατήρια για νοθεία (διαλύτες, χημικά), κάποια εξ αυτών σε ποσοστό 85% και 95%. Και τα 18 σήμερα λειτουργούν κανονικά. Αρχικά έκλεισαν για δύο ημέρες, αλλά έπειτα από χορήγηση προσωρινής διαταγής από το Διοικητικό Πρωτοδικείο πέτυχαν να πάρουν αναστολή του μέτρου σφράγισης. Η εκδίκαση των αιτήσεων αναστολής είναι κρίσιμης σημασίας, διότι τυχόν αποδοχή τους ουσιαστικά οδηγεί στην ατιμωρησία, αφού η εκδίκαση των προσφυγών ύστερα από 1 ή 2 χρόνια θα είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι, όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, η πιθανότητα να δούμε τις επόμενες ημέρες να κλείνουν πρατήρια επειδή δεν πρόλαβαν να επικαιροποιήσουν πιστοποιητικά λειτουργίας και την ίδια ημέρα να είναι ανοικτά πρατήρια που νοθεύουν επανειλημμένως.
Ελάχιστοι έλεγχοι
Σε ό,τι αφορά τις πειραγμένες αντλίες, για τις οποίες υπάρχει σχετική πρόβλεψη στον νόμο, οι έλεγχοι ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπ. Ανάπτυξης και ουσιαστικά τα τελευταία δύο χρόνια έχουν ανασταλεί. Το τμήμα Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας, που είναι αρμόδιο για τους ελέγχους στην αντλία, αριθμεί πλέον μόλις δύο άτομα. Το 2023 οι έλεγχοι του τμήματος Μετρολογίας για τις ποσότητες καυσίμων ήταν μόλις 28 και οι συνολικοί έλεγχοι (ταξίμετρα, ζυγιστικές συσκευές κ.λπ.) 110. Το 2024 οι έλεγχοι για τη μέτρηση ποσοτήτων καυσίμων περιορίστηκαν στους 8 και οι συνολικοί έλεγχοι στους 28!
Από τον Ιούνιο η ΑΑΔΕ έχει ανακοινώσει 18 πρατήρια για νοθεία. Και τα 18 σήμερα λειτουργούν κανονικά.
Πρόσθετες πιέσεις στο υγιές κομμάτι της αγοράς ασκεί το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους που επιβλήθηκε ως έκτακτο μέτρο το 2020 στο πλαίσιο αντιμετώπισης της πανδημίας, με αρχική ισχύ έως 30.6.21 και σταδιακά επεκτείνεται ανά εξάμηνο, με ισχύ σήμερα έως και τέλος του 2024. Το πλαφόν δεν επιτρέπει στα πρατήρια και στις εταιρίες περιθώριο μεγαλύτερο από το έτος αναφοράς, που είναι το 2021. Ωστόσο, μεταξύ του 2021 και του 2024 εταιρείες εμπορίας και πρατήρια έχουν επιβαρυνθεί με αύξηση χρηματοοικονομικού κόστους κατά 152% (από 2,5% σε 6,3%), αύξηση πληθωρισμού 9% το 2023 και 4,5% το 2024, αύξηση μεταφορικού κόστους τόσο στα βυτιοφόρα όσο και στα δεξαμενόπλοια και αύξηση του κατώτατου μισθού. Το κράτος με το να παρατείνει συνεχώς το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους δεν αναγνωρίζει αυτά τα αυξημένα κόστη, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις του κλάδου να δουλεύουν με μειωμένο περιθώριο κέρδους, κάτι που επιβεβαίωσε και η έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού αλλά και η έκθεση του ΙΟΒΕ για τον κλάδο των εταιρειών εμπορίας το 2024, που δημοσιεύτηκε την περασμένη Δευτέρα. Το πλαφόν, έπειτα από 4 χρόνια επιβολής του, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί τον σκοπό που επιβλήθηκε αλλά προκαλεί τεράστια στρέβλωση στην αγορά, ρίχνοντας νερό στον μύλο της παραβατικότητας. Οι εταιρείες δεν μπορούν να στηρίξουν επενδύσεις των πρατηρίων τους για την αναβάθμιση των υπηρεσιών τους, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να στηρίζεται αποκλειστικά στην τιμή, που φυσικά ευνοεί τους παραβάτες.
Υπερφορολόγηση
Ολο και περισσότεροι πρατηριούχοι, σύμφωνα με τα όσα μεταφέρουν στην «Κ» εκπρόσωποι του κλάδου, αναγκάζονται να πουλήσουν ή να νοικιάσουν την επιχείρησή τους και οι μόνοι, που για ευνόητους λόγους έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα πάρουν είναι οι παραβατικοί, αφού αντλούν τεράστια έσοδα από τα καύσιμα. Με τη διατήρηση του πλαφόν, ουσιαστικά το κράτος διευκολύνει τους παραβατικούς, σημειώνουν οι ίδιοι παράγοντες, ενώ συνδέουν το ζήτημα και με την υψηλή φορολογία. Η Ελλάδα έχει συνδυαστικά (ΕΦΚ και ΦΠΑ) την υψηλότερη φορολογία στην Ευρώπη, κάτι που, όπως τονίζουν, «αποτελεί επιλογή η οποία στηρίζει τον δημοσιονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης, καθώς αποκομίζει τεράστια έσοδα και η επιβολή πλαφόν αποκρύπτει από τον καταναλωτή το πραγματικό πρόβλημα της υπερφορολόγησης και στο τέλος της ημέρας ευνοεί την ανάπτυξη της παραβατικότητας, από την οποία ζημιωμένος είναι ο καταναλωτής».